- ὁμοιοτύραννος
- ὁμοιο-τύραννος,A v. ὁμοτύραννος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ομοιοτύραννος — ὁμοιοτύραννος, ὁ (Α) (δ.γρφ.) βλ. ομοτύραννος … Dictionary of Greek
ομοτύραννος — ὁμοτύραννος και, κατά δ. γρφ., ὁμοιοτύραννος, ον (Α) αυτός που μετέχει σε τυραννίδα με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek